- φωσφορίτης
- ο хим. фосфорит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωσφορίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι φωσφορίτες (πετρογρ.) ιζηματογενή κυρίως πετρώματα που περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις φωσφορικών ορυκτών με τη μορφή κονδυλωδών ή συμπαγών μαζών, αλλ. φωσφορικά πετρώματα ή φωσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
φωσφορίτης — ο (ορυκτ.), ορυκτό πλούσιο σε φωσφορικό ασβέστιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
Τσουβάσων Δημοκρατία — Αυτόνομη δημοκρατία στο εσωτερικό της Ρωσίας. Έχει έκταση 18.300 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 1.336.000 κατ. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Βόλγα, κατά τον μέσο ρου του και στη συμβολή του με τον ποταμό Σουρά, και ορίζεται στα Δ από το Νιζεγκορόντ … Dictionary of Greek